Η ένωσή μας τιμά την Παρασκευή 22 Νοεμβρίου τη μνήμη του προστάτη μας Όσιου Ιάκωβου Τσαλίκη, του Μικρασιάτη Αγίου, που με τη ζωή και το παράδειγμά του δυναμώνει τον καθημερινό μας αγώνα υποδεικνύοντας το δρόμο της πίστης στο Θεό.
Η καταγωγή και η οικογένειά του
Ο Άγιος Ιάκωβος γεννήθηκε την 5η Νοεμβρίου του 1920 στα ευλογημένα και ματωμένα χώματα της Μικράς Ασίας και συγκεκριμένα στο Λιβίσι της Μάκρης, μία μικρή παραθαλάσσια πόλη, στο ύψος περίπου του Καστελλόριζου, από γονείς ενάρετους και ευσεβείς, τον Σταύρο Τσαλίκη και την Θεοδώρα. Οι γονείς του Αγίου γέννησαν εννέα παιδιά, αλλά από τις κακουχίες επέζησαν μόνο τα τρία.
Η οικογένεια του Αγίου ήταν από τις πιο εύπορες οικογένειες της περιοχής, ο μεγάλος της όμως πλούτος ήταν η ευσέβειά της και η αγνή χριστιανική πίστη που είχε πολύ βαθιές ρίζες. Τα θλιβερά γεγονότα όμως της Μικρασιατικής Καταστροφής, οι θηριωδίες και τα εγκλήματα των Νεοτούρκων και των Κεμαλικών σε βάρος των χιλιάδων Ελλήνων της Μικράς Ασίας και του Πόντου, έπληξαν και την οικογένεια του Αγίου Ιακώβου. Ο πατέρας του, Σταύρος Τσαλίκης, πιάστηκε αιχμάλωτος κι αυτός μαζί με τους υπόλοιπους άνδρες του Λιβισιού στις αρχές του 1922 μ.Χ. Μετά από φοβερές κακουχίες, ατέλειωτες οδυνηρές οδοιπορίες και αναγκαστικές εργασίες, τον πήγαν στα μέρη της Τραπεζούντας και τον έβαλαν να χτίζει νοσοκομείο.
Ο ξεριζωμός
Ο Άγιος Ιάκωβος, δύο χρονών τότε παιδάκι, με τη γιαγιά του, τη μητέρα του, τα δύο του αδέλφια, ξεριζώθηκαν κι αυτοί απ’ την πατρίδα τους, το Λιβίσι, μαζί με τα υπόλοιπα γυναικόπαιδα και τους γέροντες, και καταληστευμένοι και ταλαιπωρημένοι έφτασαν στον Πειραιά. Από τον Πειραιά το καράβι που μετέφερε την οικογένειά του Αγίου έφυγε για την Ιτέα, όπου εκεί τους κατέβασαν μαζί με τους υπόλοιπους πρόσφυγες και στη συνέχεια τους οδήγησαν ποδαρόδρομο σ’ ένα χωριό της Άμφισσας, τον Άγιο Γεώργιο, όπου έμειναν μαζί με άλλες οικογένειες κάτω από δύσκολες συνθήκες, σε μία μακρόστενη αποθήκη για δύο χρόνια. Η πρόνοια του Θεού έφερε μετά από δύο χρόνια στην περιοχή όπου ζούσαν τον πατέρα του Αγίου για αναζήτηση εργασίας, ο οποίος είχε δραπετεύσει απ’ τους Τούρκους, κι έτσι ξανάσμιξε με την οικογένειά του με θαυμαστό τρόπο.
Η εγκατάσταση στην Βόρεια Εύβοια
Στα τέλη του 1925 μ.Χ. η οικογένεια του Αγίου Ιακώβου μεταφέρθηκε μαζί μ’ άλλους πρόσφυγες στην Βόρεια Εύβοια, στο χωριό Φαράκλα. Ο πατέρας του Αγίου ήταν πολύ καλός χτίστης, κι ο κόσμος τον προτιμούσε και γι’ αυτό συχνά έλειπε απ’ το σπίτι. Έτσι, καθοριστικό ρόλο στη ζωή του Αγίου Ιακώβου έπαιξε η προσωπικότητα της μητέρας του, Θεοδώρας. Στολισμένη εκείνη με τις αρετές της πίστεως, της ευσέβειας και της ελεημοσύνης, της εγκράτειας, της εργατικότητας και της νοικοκυροσύνης, τις μετέδωσε με αγάπη και υπομονή στην απαλή ψυχή του παιδιού της, Ιακώβου. Το μεγάλο δώρο της πίστεως και η ταπείνωση του μικρού Ιακώβου, καθώς και οι προσευχές της οσίας μητέρας του ήταν αιτία, ώστε ο Άγιος Ιάκωβος από παιδί να έχει μία ζωντανή, μία θαυμαστή πραγματικά σχέση με την Παναγία μας και τους αγίους μας. Έτσι, πολύ απλά, πολύ φυσικά, είδε να τον ευλογεί και να τον θεραπεύει από δύσκολη ασθένεια ο Άγιος Χαραλάμπης, του οποίου είχαν στο σπίτι τους μία μικρή ασημένια εικόνα θαυματουργή από τη Μικρά Ασία, πατρογονικό κειμήλιο έως εξακοσίων ετών. Η αγία ζωή του μικρού Ιακώβου έκανε τους συγχωριανούς του, αλλά και τους κατοίκους των γύρω χωριών, όπου πήγαινε είτε ως μαστορόπουλο, βοηθός του πατέρα του, είτε για να ψάλλει με τη μελωδική και επιβλητική φωνή του στις γιορτές τους, να τον σέβονται και να τον υπολογίζουν ως παιδί της εκκλησίας, παιδί του Θεού.
Τα νεανικά του χρόνια
Σε ηλικία 15 ετών ασθένησε σοβαρά, αλλά τελικά επέζησε. 5 χρόνια αργότερα θα ξεσπάσει ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος. Και αυτή την εποχή δοκιμάστηκε η υγεία του, ενώ έχασε και τη μητέρα του το 1942. Το επόμενο έτος ο Ιάκωβος θα πιαστεί αιχμάλωτος με πολλούς συγχωριανούς του από Γερμανούς, που τους οδήγησαν στο χωριό Στροφιλιά. Τα χρόνια του εμφυλίου η πείνα και οι κακουχίες ήταν μεγάλο πρόβλημα που ταλάνισε και δοκίμασε όλο τον Ελληνισμό, όπως και την οικογένεια του Ιακώβου. Το 1947 κλήθηκε στο στρατό χωρίς να λάβει μέρος σε μάχη του εμφυλίου καθώς υπηρετούσε στο Κέντρο Εφοδιασμού και Μεταφορών στον Πειραιά. Το 1949 απολύθηκε και ήταν η χρονιά που πέθανε και ο πατέρας του σε νοσοκομείο της Αθήνας.
Η μοναστική ζωή
Το 1951 οδηγήθηκε στη μοναχική ζωή. Επέλεξε να εισέλθει στη μονή του Οσίου Δαυίδ στην Εύβοια. Την εποχή εκείνη η μονή ήταν σε ερειπιώδη κατάσταση με τρεις μοναχούς που ζούσαν ιδιόρρυθμα, φροντίζοντας μόνο για τον εαυτό τους. Του έδωσαν ένα κατεστραμμένο κελί εξωθώντας τον σε αποχώρηση. Ως αποτέλεσμα γύρισε πίσω στη Φαράκλα. Τελικά, παρά τις αντίθετες πιέσεις, ξαναπήγε στο Μοναστήρι όπου βοηθούσε στην καθαριότητα, στον κήπο και επιδιόρθωνε πόρτες και στέγες, όμως εισέπραττε ειρωνείες και αποδοκιμασίες ενός από τους μοναχούς Στις 31 Νοεμβρίου του 1952 εκάρη μοναχός και ο ηγούμενος τον κατέστησε Οικονόμο της Μονής. Στις 17 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους στη Χαλκίδα χειροτονήθηκε διάκονος και δύο ημέρες μετά ιερέας. Το 1953 ερεύνησε την περιοχή και ανακάλυψε τη μικρή σπηλιά που αποτελούσε το ασκητήριο του οσίου Δαβίδ.
Μετά το 1970 είχε γίνει ιδιαίτερα δημοφιλής με αποτέλεσμα αρκετοί άνθρωποι να εισέρχονται στη Μονή για εξομολόγηση και ποιμαντική καθοδήγηση. Εκτός από την λειτουργική ζωή και την πνευματική καθοδήγηση των πιστών, ο Ιάκωβος συνέχισε τα έργα ανακαίνισης της μονής η οποία αριθμούσε τρεις συνολικά μοναχούς και έτσι ανεγέρθηκε κωδωνοστάσιο, κελιά, παρεκκλήσια και άλλοι απαραίτητοι χώροι. Εξομολογούσε με κατανόηση και επιείκεια ενώ ήταν αυστηρός μόνο με τον εαυτό του.
Η σκληρή άσκηση του Γέροντα του επιδείνωνε συχνά την υγεία του. Έτσι από τα πρώτα χρόνια εμφανίστηκαν σημαντικά προβλήματα υγείας. Τέτοια ήταν ένα σημαντικό πρόβλημα στη μέση που τον ταλαιπωρούσε από το 1956. Το 1964 εμφάνισε πρόβλημα με τον σχηματισμό πυωδών αμυγδαλών σε σημείο να ασθενήσουν και τα νεφρά του. Ο Γέροντας ήταν πολύ εργατικός με ελάχιστη ανάπαυση και εξ αιτίας αυτού παρουσιάζονταν και άλλα προβλήματα. Στις 23 Σεπτέμβρη του 1990 νοσηλεύτηκε με καρδιακή αρρυθμία. Την ίδια εποχή και λίγες ημέρες αργότερα ο Ανδρέας Παπανδρέου εγχειρίστηκε στο ίδιο νοσοκομείο όπου γνωρίστηκαν και ο Γέροντας τον ευλόγησε, μετά από προτροπή των οικείων του.
Η οσιακή κοίμησή του
Μετά από έκτακτη νοσηλεία στην εντατική στα τέλη Σεπτεμβρίου του 1991 επέστρεψε εκ νέου στη Μονή, όπου υπέστη λοίμωξη που εξελίχθηκε σε πνευμονία. Στην υπόδειξη του τοπικού ιατρού να μεταβεί ξανά στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, απάντησε πως δεν προλαβαίνει να ξαναπάει, διαισθανόμενος το τέλος της ζωής του.
Αντάξια της θαυμαστής ζωής του ήταν και η οσιακή κοίμηση του Αγίου, την οποία προγνώριζε, γι’ αυτό και παρακάλεσε Αγιορείτη ιεροδιάκονο, που τον εξομολόγησε το πρωί της 21ης Νοεμβρίου 1991 μ.Χ., εκείνης της τελευταίας ημέρας της επίγειου ζωής του, να μείνει στο Μοναστήρι ως το απόγευμα για να τον «ντύσει».
Στις 21 Νοεμβρίου 1991 ο π. Ιάκωβος εκοιμήθη, αφού πρώτα συμμετείχε στη Θεία Λειτουργία των Εισοδίων της Θεοτόκου και μετάλαβε του Σώματος και Αίματος του Κυρίου.
Το λείψανο του ήταν λαμπερό, εύκαμπτο, ζεστό, οσιακό και η ιαχή που έβγαινε από τα χείλη χιλιάδων ανθρώπων «άγιος, άγιος…. είσαι άγιος» αποτελούσε μία ομόφωνη μαρτυρία της συνείδησης των πιστών για το μακαριστό πλέον Γέροντα Ιάκωβο.
Κείμενο:ΔΕΣΠΟΙΝΑ ΚΑΛΠΑΚΙΔΟΥ
Μέλος της Ιστορικής-Λαογραφικής Ένωσης Λάρισας
“Αλησμόνητες πατρίδες”