Εκατό φάκελοι, 12.000 σελίδες, συγκροτούν το «ελληνικό αρχείο» του υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας, ένας σκοτεινός κόσμος διαφθοράς συνειδήσεων, χαφιεδισμού και καταστολής. Ο πρόθυμος αστός, ο καλός δάσκαλος, η Μάρθα του Ροστόκ, ο ανανήψας κομμουνιστής, ο συγγραφέας-ζηλωτής, ο κατάσκοπος-κροίσος.

Ο Θ.Ν., επάγγελμα συγγραφέας, με κωδικό όνομα Anton, ήταν από τους πιο δραστήριους συνεργάτες-πληροφοριοδότες-πράκτορες της Στάζι, δηλαδή του υπουργείου Κρατικής Ασφάλειας της Γερμανικής Λαοκρατικής Δημοκρατίας (ΓΛΔ). Πέντε φάκελοι υπάρχουν γι’ αυτόν στα αρχεία της Στάζι, ένας μεγάλος όγκος υλικού που κάνει τον Θ.Ν. να ανταγωνίζεται τους μεγαλύτερους Ανατολικογερμανούς αστέρες των μυστικών υπηρεσιών.



Ο Θ.Ν., που είχε γεννηθεί το 1937 στο Αμπελικό Καρδίτσας, συμφώνησε «χωρίς δισταγμό» να συνεργαστεί με την κρατική ασφάλεια της ΓΛΔ την 1η Σεπτεμβρίου 1962. Από τότε και μέχρι το τέλος της δράσης του, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1970, διακρίθηκε στην παρακολούθηση και συλλογή πληροφοριών για τη ζωή και τη δράση Ελλήνων φοιτητών αλλά και φοιτητών από άλλες εθνικότητες, στην παρακολούθηση συγγραφέων, ποιητών και καλλιτεχνών, όπως ο γνωστός τραγουδοποιός Βολφ Μπίρμαν, αλλά και μελών και στελεχών του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, πολιτικών προσφύγων ή όχι, που ζούσαν στη ΓΛΔ.

Σύχναζε σε καφενεία, όπως το Café Corso της Λειψίας, και κατέγραφε τις συζητήσεις φοιτητών. Στις εκθέσεις του διαβάζουμε φράσεις όπως σε συγκεκριμένους φοιτητικούς κύκλους κυριαρχούσε κλίμα «απαισιοδοξίας, νιχιλισμού και παρακμής», με βασικά χαρακτηριστικά «τα σεξουαλικά όργια, την οινοποσία, την πολιτική ανευθυνότητα».

Ιδιαίτερα παρακολουθούσε τους φοιτητές της Σχολής Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Λειψίας, στην οποία και ο ίδιος είχε σπουδάσει, και έγραφε αναφορές για «εξύμνηση ελεύθερου έρωτα», «κατάργηση του ελέγχου των φοιτητών από το Κόμμα» ή «καθολική ενημέρωση», δηλαδή δικαίωμα να πληροφορείται κανείς και τα επιχειρήματα του «ταξικού εχθρού», ώστε να μπορεί να κρίνει αντικειμενικότερα.

Προσποιούνταν, επίσης, ότι ήταν ξένος δημοσιογράφος και πλησίαζε αντικαθεστωτικούς για να τους βοηθήσει να αποδράσουν. Τους ζητούσε φωτογραφίες τους για διαβατήριο, οι οποίες, όπως ήταν φυσικό, κατέληγαν στη Στάζι.

Ο Θ.Ν. ήταν παιδί του Εμφυλίου. Το 1949 είχε μεταφερθεί μαζί με άλλα παιδιά στην Αλβανία, από κει στην Ουγγαρία και στη συνέχεια στην Ανατολική Γερμανία. Σπούδασε δημοσιογραφία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο της Λειψίας και το 1958 έγινε μέλος του ΚΚΕ. Επέστρεψε στην Ελλάδα το 1992. Πέθανε το 2008.

Ο Θ.Ν. δεν ήταν ο μόνος Έλληνας καταδότης της Στάζι. Το «ελληνικό αρχείο» στο Βερολίνο, όπου έχουν αρχειοθετηθεί ή βρίσκονται υπό επεξεργασία φάκελοι και οπτικοακουστικό υλικό (φωτογραφίες, φιλμ, κασέτες κ.λπ.) μέχρι και το 1989-90, περιλαμβάνει 100 φακέλους, ένα μεγάλο σύνολο 11.000-12.000 σελίδων.

Αυτό το «ελληνικό αρχείο» της Στάζι δεν είχε μελετηθεί συστηματικά μέχρι τώρα. Ίσως η πιο γνωστή «αξιοποίησή» του ήταν δημοσιογραφικού χαρακτήρα. Είχε κυρίως σχέση με τον φάκελο γνωστού Έλληνα επιχειρηματία που πρωτοστάτησε στην οικονομική ζωή της Ελλάδας μετά το 1980. Το σημαντικότατο αυτό αρχείο αξιοποιείται επιστημονικά για πρώτη φορά τώρα με το βιβλίο Οι ζωές των άλλων.

Ο Στράτος Δορδανάς, επίκουρος καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, και ο Βάιος Καλογρηάς, επιστημονικός συνεργάτης στον τομέα Σύγχρονης Ιστορίας του Πανεπιστημίου του Μάιντς, ερεύνησαν αυτό το υλικό, ρίχνοντας φως στους πιο σκοτεινούς μηχανισμούς των ολοκληρωτικών καθεστώτων, στο πώς στρατολογούσαν τους πράκτορές τους, στο πώς παρακολουθούσαν τους θεωρούμενους αντικαθεστωτικούς και ταξικούς εχθρούς.

Ο ρόλος των Ελλήνων πρακτόρων ήταν σημαντικός για την παρακολούθηση όχι μόνο των Ελλήνων της ΓΛΔ αλλά και των υπηρεσιών του ελληνικού κράτους που λειτουργούσαν στο Δυτικό Βερολίνο. Για παράδειγμα, από τα μέσα της δεκαετίας του 1960 παρακολουθούνταν συστηματικά η δημόσια αλλά και η προσωπική ζωή του γενικού προξένου της Ελλάδας στο Δυτικό Βερολίνο Νικόλαου Καρανδρέα, του αναπληρωτή γενικού προξένου Βασιλείου Καρατζά, του υπεύθυνου του Τμήματος Διαβατηρίων Ηλία Γρίλλα και του συνεργάτη της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής Κωνσταντίνου Δράκα. Οι δύο συγγραφείς τονίζουν όμως ότι, παρόλο που αρκετοί πράκτορες ήταν μέλη του ΚΚΕ, στο αρχείο της Στάζι δεν εντόπισαν συνταρακτικά στοιχεία για τις σχέσεις ΚΚΕ και μυστικών κρατικών υπηρεσιών της ΓΛΔ, σε επίσημο ή ανεπίσημο επίπεδο.

Η Στάζι ήταν ένας «πληθωρικός» οργανισμός. Το 1989 είχε 91.016 «συνεργάτες πλήρους απασχόλησης», οι οποίοι αμείβονταν πολύ καλύτερα από άλλους επαγγελματίες και συγκαταλέγονταν στην προνομιούχα τάξη της ΓΛΔ. Δίπλα σε αυτούς έπρεπε να προστεθούν άλλοι 174.000 «ανεπίσημοι συνεργάτες» που υπέγραφαν «δήλωση ανάληψης υποχρεώσεων», ασκούσαν κανονικά επαγγέλματα και λειτουργούσαν ως πληροφοριοδότες στους επαγγελματικούς χώρους.

Βρίσκονταν παντού: τελωνειακοί υπάλληλοι, σερβιτόροι, αεροσυνοδοί, ελεγκτές τρένων, αθλητές, μέλη ροκ συγκροτημάτων, φυλακισμένοι, μάρτυρες του Ιεχωβά. «Ήταν το αόρατο αυτί και μάτι του κόμματος ή ο πνεύμονας της Στάζι, χωρίς τον οποίο (αυτή) δεν θα μπορούσε να αναπνεύσει», όπως γράφουν οι δύο συγγραφείς.

Ως «ανεπίσημους συνεργάτες» η Στάζι στρατολογούσε επίσης νέους και παιδιά. Ο αριθμός αυτών των ανεπίσημων καταδοτών υπολογίζεται στους 12-17.000. Φυσικά, τα πανεπιστήμια γέμισαν από πράκτορες και πληροφοριοδότες, όπως είδαμε στην περίπτωση του Έλληνα Θ.Ν.

Ιδιαίτερα μετά τη σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, το 1968, η ΓΛΔ προσπάθησε να καταστείλει κάθε κριτική φωνή στον Τύπο, στη λογοτεχνία, στην τέχνη, στον κινηματογράφο. Σε 1.000 συγγραφείς αντιστοιχούσαν 1.500 πράκτορες της Στάζι. Ανάμεσά τους, φυσικά, και αρκετοί συγγραφείς, όπως ο ποιητής Uwe Berger. Mε κωδικό όνομα Uwe συνεργάστηκε με τη Στάζι από το 1970 μέχρι τη διάλυσή της και το «προϊόν» της δράσης του απλώνεται σε 2.255 σελίδες.

Ο Στράτος Δορδανάς και ο Βάιος Καλογρηάς παρουσιάζουν τους Έλληνες της Στάζι μέσα από χαρακτηριστικές προσωπογραφίες που δείχνουν την ποικιλία της κοινωνικής προέλευσής τους, της εκπαίδευσης αλλά και του πολιτικού και ιδεολογικού προσανατολισμού τους. Τους κατατάσσουν έτσι κάτω από χαρακτηριστικές βινιέτες: ο πρόθυμος αστός, ο καλός δάσκαλος, η Μάρθα του Ροστόκ, ο ανανήψας κομμουνιστής, ο συγγραφέας-ζηλωτής (που τον είδαμε, ο Θ.Ν.), ο κατάσκοπος-κροίσος.

Ο πρόθυμος αστός Θ.Χ., με κωδικό όνομα Gondrell, είχε γεννηθεί το 1909 στη Λειψία και ήταν έμπορος γουναρικών. Μέχρι τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο η Λειψία ήταν χώρος δράσης των Ελλήνων γουνεμπόρων, οι οποίοι μετά το 1945 μετακινήθηκαν στη Φρανκφούρτη.

Ο Θ.Χ. δεν ταυτίστηκε ποτέ με τη ΓΛΔ, αλλά μέσα από διάφορες διεργασίες δέχτηκε, το 1965, να στρατολογηθεί στη Στάζι. Παρακολουθούσε κυρίως εμπόρους αλλά και «υπόπτους εντός της ΓΛΔ και στη Δυτική Γερμανία, όπου ταξίδευε με ευκολία λόγω του ελληνικού διαβατηρίου. Το 1973 η σύναψη διπλωματικών σχέσεων της ελληνικής χούντας με τη ΓΛΔ άνοιξε νέο πεδίο δράσης για τον Θ.Χ., την παρακολούθηση των υπαλλήλων της ελληνικής πρεσβείας στο Ανατολικό Βερολίνο.

Η Π.Ε., η Μάρθα του Ροστόκ με τον κωδικό Martha, είχε γεννηθεί το 1935 στη Σάμο. Παιδί κομμουνιστών, το 1961 έφυγε για σπουδές στη ΓΛΔ. Το 1964 άρχισε η συνεργασία της με τη Στάζι. Παρακολουθούσε κυρίως τους συμφοιτητές της και το διδακτικό προσωπικό αλλά και μέλη της ελληνικής προσφυγικής κοινότητας του Ροστόκ. Στη διάρκεια της χούντας ταξίδευε συχνά στην Ελλάδα. Αυτός ήταν ένας λόγος να τη θεωρήσουν διπλό πράκτορα, πράγμα το οποίο δεν επαληθεύτηκε. Αυτό δεν εμπόδισε όμως την ελληνική προσφυγική κοινότητα του Ροστόκ να θεωρήσει την ίδια και την οικογένειά της «προδότες» και να τους αποξενώσουν από την κοινοτική ζωή.

Τελικά, ο Στράτος Δορδανάς και ο Βάιος Καλογρηάς με το βιβλίο τους δεν παρουσιάζουν μόνο τις ζωές των άλλων αλλά μας δείχνουν και τους μηχανισμούς διάβρωσης των συνειδήσεων και ακύρωσης της προσωπικότητας και της προσωπικής ζωής, θέματα που δεν ανήκουν μόνο στην Ιστορία.

Νίκος Μπακουνάκης LIFO