12.9 C
Larissa
Παρασκευή, 29 Μαρτίου, 2024
ΑρχικήΕΙΔΗΣΕΙΣΑΠΟ ΕΛΛΑΔΑΘέμης Αδαμαντίδης: Και η νύχτα μυρίζει... φρουτάκια

Θέμης Αδαμαντίδης: Και η νύχτα μυρίζει… φρουτάκια

Η πρόσφατη σύλληψή του με άλλα 17 άτομα άτομα εν μέσω καραντίνας σε παράνομο «καζίνο» στη Κυψέλη ήταν ένα ακόμα από τα δεκάδες επεισόδια της ταραχώδους του ζωής – Ο τραγουδιστής που σφράγισε την καριέρα του με τον λαϊκό ύμνο «Μα πού να πάω», φαίνεται ότι βρήκε την απάντηση αφού όπως δήλωσε «Πάω εκεί που θέλω εγώ»

«Γιατί να μου ρίξει την ψυχολογία; Ούτε υφυπουργός είμαι, ούτε δάσκαλος του κατηχητικού! Ένας απλός άνθρωπος είμαι. Και στο φινάλε δικαίωμά μου δεν είναι; Πρέπει να πάω κάπου που διαφημίζουν; Πάω εκεί που θέλω εγώ». Σωστά, όλοι αυτό θέλουμε αλλά δεν γίνεται. Θα μπορούσε κάποιος να σχολιάσει ποικιλοτρόπως την άνωθεν δήλωση λίγο μετά το «φτου ξελεφτερία» από τη σύλληψή του, ειδικά σε μία περίοδο όπου τα sms για άδεια μετακίνησης είναι αυστηρά οριοθετημένα ώστε να καλύπτουν ζωτικές καθημερινές ανάγκες -λίγο ψωμί, λίγα βήματα και το γιατρό μου. Δυστυχώς για τον Θέμη Αδαμαντίδη δεν προβλέφθηκε sms για «φρουτάκια», αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα για τον 63χρονο σήμερα τραγουδιστή που τα πάθη του είναι τόσο ζωτικής σημασίας όσο η ανάσα του. Το τραγούδι, οι πέντε γιοι του, οι γυναίκες, η νύχτα, ο τζόγος. Πολλά τα πάθη του, τα έζησε μέχρι τέλους, τα τραγούδησε όλα. Και συνεχίζει ακάθεκτος.

Κεραμικός-Γιοχάνεσμπουργκ-Σουηδία

«Το 1972. Ηταν η πρώτη φορά που τραγούδησα μπροστά σε κόσμο. Στο καράβι με το οποίο γυρίζαμε από το Γιοχάνεσμπουργκ. Σε μια ελληνική βραδιά που είχαν διοργανώσει και έπειτα και στις υπόλοιπες. Ηταν είκοσι δύο μέρες ταξίδι. Θυμάμαι ότι την πρώτη φορά έτρεμαν τα πόδια μου όταν βγήκα! Αλλά όταν άρχισα να τραγουδάω το χειροκρότημα του κόσμου μού έδωσε δύναμη, με δικαίωσε… Οταν ήμουν μικρός, 9-10 χρόνων, με έβαζαν οι δικοί μου να τραγουδάω. Ωστόσο, επειδή ντρεπόμουν πήγαινα σε άλλο δωμάτιο, άφηνα λίγο την πόρτα ανοιχτή και τραγουδούσα χωρίς να με βλέπουν». Κάπως έτσι, εν πλω, ξεκίνησε η καριέρα του Θέμη Αδαμαντίδη που σήμερα, μετά από 40 χρόνια καριέρας έχει καταγραφεί στη Βίβλο της λαϊκής μουσικής ως σκέτο «Θέμης», παραλαμβάνοντας την τιμητική σκυτάλη των προκατόχων του -του Γρηγόρη, του Στράτου, του Στέλιου- που του την εμπιστεύτηκαν. Το τραγούδι ήταν για εκείνον μία προδιαγεγραμμένη πορεία. Στην οικογένεια υπήρχαν συγγενείς που ήταν μουσικοί, από αυτούς κόλλησε τη μανία με το λαικό τραγούδι αφού στο σπίτι πάντα ρεμπέτικα και λαϊκά έπαιζαν. Γεννήθηκε στην Καισαριανή της φτωχολογιάς το 1957 και μόλις εφτά ετών έφυγε με τους γονείς του για το Γιοχάνεσμπουργκ στη Νότια Αφρική. Από εκείνα τα χρόνια το μόνο που θυμάται από τον εαυτό του είναι να τραγουδάει συνεχώς. Τριγυρνούσε στο σπίτι και τραγουδούσε. Σε σημείο που τους ζάλιζε τόσο που τον κατσάδιαζαν. Τότε έβγαινε έξω από το σπίτι, έβρισκε απόμερα μέρη και ξανάρχιζε το τραγούδι. Το να είναι μόνος και να τραγουδάει ήταν το καλύτερό του. Το χειρότερό του ήταν και να τον βλέπουν. Αυτό δεν το άντεχε, ντρεπόταν. Ακόμα και σήμερα, μετά από 40 χρόνια στην πίστα, ερμηνεύει με την ίδια συστολή. Σα να ντρέπεται για το θεϊκό χάρισμα της φωνής του. Τραγουδάει και κοιτάζει κάπου ψηλά ή τίποτα. Με κλειστά μάτια. Όταν ξαναγύρισαν στην Ελλάδα από το Γιοχάνεσμπουργκ, είναι σχεδόν 14, έπρεπε να συνεχίσει το σχολείο. Ξεκίνησε να φοιτά στο γυμνάσιο της Καισαριανής αλλά τα βρήκε σκούρα: «Δεν μπορούσα να συγκεντρωθώ, είχα δυσκολία συγκέντρωσης γιατί στο μυαλό μου είχα συνέχεια το τραγούδι. Άκουγα το μάθημα και παράλληλα σκεφτόμουν τραγούδια. Στα μαθηματικά, για παράδειγμα, έβρισκα τη λύση. Οχι, όμως, με τον τρόπο που έπρεπε, αλλά με δικούς μου υπολογισμούς. Εκεί συνειδητοποίησα πως δεν μπορούσα να συνεχίσω. Ο στόχος μου ήταν το τραγούδι. Δεν τελείωσα το σχολείο. Πήγα μέχρι τη Γ’ Γυμνασίου, δεν έβγαλα το Λύκειο»

. Τελικά πήγε στο Εθνικό Ωδείο και παράλληλα δούλευε. Το βράδυ τραγουδούσε και το πρωί πήγαινε σχολείο. Εκαν κι ένα σωρό περιστασιακές δουλειές. Σε βενζινάδικο, σε εργοστάσιο, σε υαλουργείο… Πάντα όμως ο στόχος ήταν να γίνει τραγουδιστής και ψαχνόταν.

Πήγε στη Σχολή Δερβενιώτη και το 1973 δούλεψε δίπλα στην Αννα Χρυσάφη και τη Ρόζα Εσκενάζυ. Μεγάλα ονόματα της εποχής, μεγάλη και η δική του τύχη. Ηταν μόλις 15 χρονών και στο κέντρο πήγαινε κάθε βράδυ για να τραγουδήσει με τη συνοδεία της μάνας του. Σε εκείνο το κέντρο της Πλάκας πήρε και το βάπτισμα του πυρός: «Εκεί βρήκα μια μεγάλη αγκαλιά και μια μεγάλη πρόθεση να με βοηθήσουν. Υστερα ξαναπήγα στην Αφρική για έναν χρόνο και μετά επέστρεψα», έχει ο ίδιος περιγράψει σχετικά με τη δαιδαλώδη διαδρομή του μεταξύ Καισαριανής, Νοτίου Αφρικής αλλά και Σουηδίας. Στη τελευταία βρέθηκε το 1977 για δουλειά για να τραγουδήσει σε ένα ελληνικό μαγαζί, το κέντρο «Ορφέας». Είχε πάρει άδεια παραμονής και δούλευε έξι μέρες την εβδομάδα. Το ’79 ήρθε για διακοπές πίσω στην Ελλάδα. Αφού πέρασε το καλοκαίρι του εδώ και ήρθε ο καιρός να επιστρέψει, η γιαγιά του η Δέσποινα, από την πλευρά της μητέρας μου προσπάθησε να τον πείσει να μείνει. Ο ίδιος έχει περιγράψει ως εξής το περιστατικό: «”Μη φύγεις ακόμα! Κάτσε 2-3 βδομάδες”. Όταν της αρνήθηκα, πήρε κάπου τηλέφωνο μπροστά μου και είπε: “Έχω δηλώσει συμμετοχή για τον εγγονό μου εδώ και μέρες, αλλά δεν μας έχετε καλέσει ακόμα. Δώστε, σας παρακαλώ, μια προτεραιότητα, γιατί φεύγει για το εξωτερικό. Θα σας αρέσει η φωνή του, είναι καλός!”. Πράγματι, δύο μέρες μετά μας τηλεφώνησαν από το “Να η ευκαιρία”. Πήγα πρώτα για την ηχογράφηση. Ηταν ο Γιώργος Κατσαρός εκεί και έμεινε πολύ ευχαριστημένος από τη φωνή μου. Υστερα πήγαμε για τη μαγνητοσκόπηση στην ΕΡΤ. Μου έδωσαν τη μεγαλύτερη βαθμολογία και κάπως έτσι ξεκίνησα…». Το πρώτο βραβείο για την ερμηνεία στο τραγούδι του Γιάννη Σπανού «Θα το θυμηθείς» δεν το παρέλαβε καν ο ίδιος, έστειλε τον πατέρα του αφού έπρεπε να επιστρέψει στη Σουηδία για κάποιες εμφανίσεις που είχε συμφωνήσει. Ο πατέρας του είναι και ο άνθρωπος που θα μιλήσει εκ μέρους του με τη δισκογραφική εταιρεία Columbia, με την οποία θα κάνει και την πρώτη του συνεργασία. Όταν τον ειδοποίησαν να έρθει στην Ελλάδα για το συμβόλαιο, δεν έβρισκε εισιτήριο. Από την άλλη, το απέφευγε κιόλας, γιατί τα αεροπορικά ταξίδια ήταν ο εφιάλτης του. Τελικά, ήρθε πίσω στην Ελλάδα με έναν φίλο του οδικώς από τη Σουηδία. Έκανε 32 ώρες να κατέβει.

Ο Στέλιος και οι άλλοι

Η επιτυχία που τον βρήκε ήταν σχεδόν σοκαριστική. Οχι επειδή πίστευε ότι δεν την άξιζε -κάθε άλλο- αλλά οι εκδηλώσεις λατρείας από τον κόσμο ξεπερνούσαν και το ευοίωνο σενάριο των ονείρων του. Ηταν το με τον δίσκο «Αγάπησέ με» από την ΕΜΙ COLUMBIA. Τα τραγούδια «Κρήτη, Κέρκυρα και Νιο», «Για σένα», «Γείρε στο πλάι μου» κτλ γίνονται τεράστιες επιτυχίες, ο δίσκος πουλάει 300.000 αντίτυπα, γίνεται χρυσός και πλατινένιος. Και η πρώτη του δουλειά με μαρκίζα και αφισοκόλληση ήταν στο Διογένης. Γίνεται χαμός, είναι και οι εποχές που τα κέντρα δουλεύουν 7 μέρες την εβδομάδα, ο κόσμος χορεύει και τραγουδάει μέχρι το πρωϊ, τα σπασμένα πιάτα και τα γαρίφαλα είναι βουνά στις πίστες. Και όρθιος στη μέση ο Θέμης Αδαμαντίδης να τραγουδάει με κλειστά μάτια και να γίνεται χαμός. Ακολουθούν συνεργασίες όπως η Βίκυ Μοσχολιού, ο Γιώργος Ζαμπέτας και ο Σταμάτης Κόκοτας. Ολοι μιλάνε για την περίπτωση Αδαμαντίδη, τον αποκαλούν «φαινόμενο», η φωνή του ακούγεται παντού ενώ οι θαυμαστές κάνουν ουρές για έναν αυτόγραφο, όπου κι αν πάει τον περικυκλώνουν. «Οι εκδηλώσεις θαυμασμού ήταν συγκινητικές. Πολλές φορές δεν μπορούσα να κινηθώ από εκεί που βρισκόμουν επειδή βρίσκονταν γύρω μου 500 άτομα που ήθελαν απλά να μου σφίξουν το χέρι. Δεν πολυκυκλοφορούσα. Αλλά ακόμη και όταν έπρεπε να πάω κάπου, προσπαθούσα να το κάνω διακριτικά», έχει περιγράψει ο ίδιος.

Η μεγάλη του καλλιτεχνική αγάπη, όμως, ήταν και παραμένει ο Στέλιος Καζαντζίδης. Τον γνώρισε έξω από τα γραφεία της δισκογραφικής εταιρείας Columbia: «Ήμουν με τον παραγωγό μου, τον Γιώργο Πιτσίλα (τον πρώην σύντροφο της Νάνας Μούσχουρη) και πηγαίναμε προς τα γραφεία. Κάποια στιγμή μου λέει “Ρε, ο Καζαντζίδης”. Όταν συστηθήκαμε, στηθήκαμε και τον είχα απέναντί μου, ήταν σαν ένας γίγαντας με πανοπλία. Έτσι τουλάχιστον τον έβλεπα εγώ» έχει εξομολογηθεί για το δέος που ένιωσε. Η πρώτη ατάκα που του πέταξε με χιούμορ ο Καζαντζίδης μόλις τον είδε ήταν η εξής: «Εμένα πότε θα μου δώσετε ένα χρυσό;». Με τον Καζαντζίδη εκτός από φίλοι και συνεργάτες, θα γίνουν και κουμπάροι αφού θα στεφανώσει τον Θέμη στο γάμο του με τη Σουηδέζα Λένα το 1986. «Είχα πάει πολλές φορές στο εξοχικό του στον Άγιο Κωνσταντίνο και μου έλεγε “καλώς το κουμπαράκι μου” και πήγαινε να ψήσει ψάρια για να φάμε ή τα έδινε στη Βάσω να τα ψήσει. Με αγαπούσε γιατί δεν πήγαινα να τον ζαλίσω, δεν του μιλούσα καθόλου για δουλειά. Μου είχαν προτείνει πολλές φορές επιχειρηματίες να τραγουδήσουμε μαζί με τον Καζαντζίδη, αλλά δεν το έλεγα ποτέ στον ίδιο, παρά μόνο σε κάποιο κοντινό του πρόσωπο. Πριν αλλάξουν οι δραχμές σε ευρώ, μου είχαν προ-τείνει από το νυχτερινό κέντρο Ribas να εμφανιζόμαστε έξι βραδιές την εβδομάδα. Έδιναν 50 εκατομμύρια τη βραδιά στον Καζαντζίδη και 5 εκατομ¬μύρια σε εμένα. Αυτό έγινε πριν από το 2000 και δεν του το είπα καν» είχε αποκαλύψει αργότερα ο Αδαμαντίδης. «Μεγαλύτερη ικανοποίηση για εμένα ήταν που τον γνώρισα παρά το ότι έγινα γνωστός στον κόσμο ως τραγουδιστής». Ακόμα θυμάται εκείνη τη συμβουλή που του έδινε τότε στα πρώτα χρόνια της καριέρας του: «Δες τα τραγούδια που λες, να είναι πιο λαϊκά, πιο κοντά στη χροιά σου, γιατί με τα μοντέρνα είσαι σαν το ψάρι που έχει χάσει τα νερά του».

Πάθη, σκάνδαλα και περιπέτειες

Το 1986 έχει ήδη παντρευτεί κι ένα χρόνο αργότερα έχει γίνει και πατέρας στον πρώτο του γιο, τον Μάρκο. Συγχρόνως η πορεία του στο τραγούδι αποδεικνύεται διαρκείας αφού οι συνεργασίες με σπουδαίους συνθέτες και ερμηνευτές συνεχίζονται ακάθεκτες. Τραγουδώντας μπαλάντες κυρίως υπηρετώντας κατά βάση το ελαφρολαϊκό τραγούδι με συνθέσεις του Μάριου Τόκα, άρχισε σιγά-σιγά να περνάει σε τραγούδια του Χρήστου Νικολόπουλου, του Λευτέρη Χαψιάδη, του Αλέκου Χρυσοβέργη, του Σπύρου Γιατρά και του Θόδωρου Καμπουρίδη μεταξύ άλλων μουσικοσυνθετών που του προσέδωσαν ισχυρή λαϊκή ταυτότητα στην διασκέδαση και τη δισκογραφία. Ο Αδαμαντίδης άρεσε και στις γυναίκες ως ο ερωτικός τραγουδιστής με τη σπουδαία φωνή που τις ταξίδευε αλλά έχαιρε και της εκτίμησης του αντρικού κοινού που αναγνώριζαν στις ερμηνείες του τη στόφα ενός γνήσιου λαϊκού τραγουδιστή, με χαμηλό προφίλ και τεράστια φωνή που τον έτρωγαν τα πολλά κρυμμένα πάθη. Οταν το 87 ο Καζαντζίδης επανέρχεται στη δισκογραφία με το δίσκο «Ο δρόμος της προσφυγιάς» μετά από 12 χρόνια αποχής, θα ζητήσει από τον Αδαμαντίδη να συμμετέχει κάνοντας φωνητικά στο τραγούδι «Πρόσφυγες κυνηγημένοι». Κάπως έτσι ήταν σαν να ξαναγυρνάει σε εκείνα τα ρεμπέτικα που πρωτοτραγούδησε δίπλα στην Εσκενάζυ, την Χρυσάφη και τον Στέλιο Καλφόπουλο και να γίνεται πλέον και με τη βούλα ο άξιος συνεχιστής των μεγάλων λαϊκών φωνών που σημάδεψαν διαχρονικά το λαϊκό τραγούδι. Ο ίδιος έχει γίνει σταρ της πίστας αλλά αντιστάρ σε όλα τα άλλα. Δεν είναι ο τύπος που αρέσκεται στις συνεντεύξεις, δεν το έχει με τα μεγάλα, παχιά λόγια, δεν του είναι εύκολο να μιλάει. Προτιμά να τραγουδάει και να ζει. Δεν έγινε τραγουδιστής για να «κονομάει» όπως λέει και ο ίδιος, ούτε επειδή είχε την φιλοδοξία μιας μεγάλης καριέρας με τα εξώφυλλα και τα βεντετιλίκια. Εγινε τραγουδιστής γιατί δεν γινόταν αλλιώς. Ετσι γεννήθηκε. Το 1988 συμβαίνει ένα γεγονός που θα τον συγκλονίσει. Ο ίδιος το έχει περιγράψει γλαφυρά ως μία κομβική στιγμή της ζωής του που δυνάμωσε την πίστη του στον Θεό: «Το 1988 ήμουν με ένα ιστιοφόρο στη θάλασσα όταν έπιασε ένα τρελό μπουρίνι. Ο αέρας μού πήρε το τιμόνι και τα σχοινιά από τα χέρια και μέσα σε μια στιγμή βρέθηκα πεταμένος στη θάλασσα, μόνος και αβοήθητος, να πνίγομαι! Πήγαινα προς τα κάτω, βυθιζόμουν, είχα παραδοθεί, κι ενώ το σώμα μου βούλιαζε ένιωθα ότι κάτι μέσα μου ανεβαίνει προς τα πάνω. Αισθανόμουν πάρα πολύ ωραία και εκεί κατάλαβα ότι ξεψυχούσα. Σκέφτηκα τον πρώτο μου γιο. Παρακάλεσα τον Θεό να με σώσει και έλεγα μέσα μου: “Δεν έρχομαι. Δεν έρχομαι. Έχω ένα μικρό παιδί, έχω υποχρέωση να το μεγαλώσω”. Και τότε, μέσα σε λίγα λεπτά, ο αέρας σταμάτησε, η θάλασσα έγινε λάδι και βγήκα στην επιφάνεια. Είχα δίλημμα αν πρέπει να κολυμπήσω προς το σκάφος ή προς τη στεριά. Τελικά πήγα στο σκάφος και με τη βοήθειά Του βγήκα σε λιμάνι σώος και αβλαβής». Από βουτιές στα σκοτάδια και σωτήριες αναδύσεις της τελευταίας στιγμής είχε κάμποσες η προσωπική του ζωή. Από σπαραξικάρδους χωρισμούς και μαχαιρώματα, μέχρι επαγγελματικά σκαμπανεβάσματα, οικονομικές καταστροφές και περιπέτειες υγείας. Το 1994 οι γιατροί του βρήκαν εξογκωματικό πολύποδα στον λαιμό και έπρεπε να κάνει εγχείρηση. Εκείνος δεν ήθελε να κάνει ολική νάρκωση. Προσευχόταν και παρακαλούσε τον Θεό να τον βοηθήσει. Για τρία χρόνια δούλευε με τον πολύποδα. Ελάχιστοι τότε γνώριζαν ότι την εποχή της τεράστιας επιτυχίας με τον «Απόλυτο έρωτα» και μία ακόμα δισκογραφική δουλειά που ακολούθησε, ο Αδαμαντίδης τραγουδούσε με τον πολύποδα. Μέχρι που συνέβη κάτι απίστευτο και μάλιστα πάνω στην πίστα. Το έχει περιγράψει ο ίδιος ως εξής: «Το 1996, κι ενώ τραγουδούσα με τον Γιάννη Πλούταρχο και τον Χάρη Ακριτίδη, που τότε ξεκινούσαν, στο τέταρτο τραγούδι κάτι με έπνιξε και κατέβηκα από την πίστα. Εβηξα δυνατά και έφτυσα τον πολύποδα! Ηταν ένα “σκουληκάκι”, δυόμισι χιλιοστά πάχος και είκοσι δύο χιλιοστά μήκος. Το τύλιξα σε αλουμινόχαρτο και το πήγα στον γιατρό εξήμιση η ώρα το πρωί! Του είπα: “Κατέβα στο ιατρείο να δεις κάτι!”. Δεν το πίστευε! Μου είπε: “Αυτό είναι φαινόμενο”».

Μετά τον γιο του Μάρκο -34 χρονών σήμερα-, θα έρθει 6 χρόνια αργότερα και ο Αντώνης. Με τα παιδιά του είναι πολύ τρυφερός και στοργικός αλλά ο χρόνος που τους αφιερώνει είναι ελάχιστος. Η δουλειά του δεν του επιτρέπει να είναι ένας παραδοσιακός μπαμπάς αλλά αυτό είναι το τίμημα κάθε καλλιτέχνη πρώτης γραμμής. Αντίστοιχα δεν είναι κι ένας παραδοσιακός σύζυγος. Δεν είναι μόνο η πίστα και τα ξενύχτια και οι προκλήσεις. Είναι και ο ίδιος παράφορος ως άνθρωπος. Αφήνεται στα πάθη του και τα πληρώνει. Με τη γυναίκα του είναι σε διάσταση από το 1998. Και παραμένουν έτσι παρά τα τρία ακόμα παιδιά που ακολούθησαν από την πολύχρονη σχέση του με την Αναστασία Στεφάνοβα, τον Θέμη 12 χρονών, τον Θέμη-Γιώργο, 9 χρονών και τον βενιαμίν, 4 χρονών. Το 1998 είναι η χρονιά επίσης που το όνομά του πρωταγωνιστεί σε όλα τα πρωτοσέλιδα -για όλους τους λάθος λόγους. Είναι η εποχή που όλη η Αθήνα έχει βουίξει για την σχέση του με την εκρηκτική τότε ηθοποιό Νένα Χρονοπούλου που επίσης μόλις είχε βγει από ένα διαζύγιο μετά τον γάμο της με τον ηθοποιό Γιώργο Ματαράγκα. Οι φήμες τότε μιλούσαν για μία σχέση θυελλώδη, γεμάτη εντάσεις και καβγάδες που έσβηναν και άναβαν με γενναίες δόσεις από αλκοόλ και δάκρυα. Μέχρι που οι φήμες έγιναν και πραγματικά γεγονότα που καταγράφηκαν στα αστυνομικά συμβάντα αφού ο μάνατζερ του τραγουδιστή, Στέλιος Ψωμοστήθης, μια άγρια νύχτα τσακωμών και έντασης όλων μεταξύ τους, είχε καταγγείλει την ηθοποιό για απόπειρα ανθρωποκτονίας εναντίον του μετά από μαχαιριά που του κατάφερε στα οπίσθια. Η ίδια τότε είχε αρνηθεί την κακουργηματική κατηγορία και στην πορεία μάλιστα ισχυρίσθηκε ότι το φερόμενο ως θύμα είχε αποπειραθεί να την βιάσει και ότι εκείνη στην προσπάθειά της να τον αποτρέψει τον μαχαίρωσε. Η υπόθεση είχε προκαλέσει μεγάλο σάλο και για μεγάλο διάστημα σε όλα τα media που σε κάθε περίπτωση έφερε και το τελειωτικό χτύπημα στην βασανιστική σχέση τους. Έκτοτε ελάχιστα πράγματα έχουν γίνει γνωστά για την προσωπική ζωή του Θέμη Αδαμαντίδη που ούτως ή άλλως αποφεύγει έκτοτε συστηματικά και να την εκθέτει. Τελευταίο επεισόδιο των περιπετειών του καταγράφηκε δύο χρόνια πριν, τον Ιούλιο του 2019, όταν πηγαίνοντας σε κάποιο ραντεβού του στην Καλλιθέα έπεσε θύμα ξυλοδαρμού από μπράβους, με αποτέλεσμα να μεταφερθεί στο νοσοκομείο με κάταγμα στη μύτη και μώλωπες. Ο τραγουδιστής με δικηγόρο τον Αλέξη Κούγια τότε, υποστήριξε ότι οι δυο άντρες του ζήτησαν να επιστρέψει τα χρήματα που είχε πάρει από γνωστό επιχειρηματία για καλοκαιρινές συναυλίες που τελικά δεν έγιναν ενώ σύμφωνα με τα λεγόμενά του ούτε χρήματα πήρε ούτε ποτέ υπέγραψε και συμβόλαιο. «Πρέπει επιτέλους να πάψουμε να φοβόμαστε για το δίκιο μας, ας φοβούνται κάποιοι άλλοι που κάνουν παράνομες πράξεις και ανήθικες. Έχω το θάρρος στην ψυχή μου να πάω μέχρι το τέρμα για το δίκιο μου», είχε δηλώσει τότε ο ίδιος στις κάμερες. Το σίγουρο είναι ότι πάντα πάει μέχρι το τέρμα -με τα γκάζια τσίτα κι ενίοτε με τα φρένα σπασμένα. Πάντα όμως στην πένα, με το κολλαριστό λευκό πουκάμισο, τα καλογυαλισμένα μαύρα παπούτσια και το τσίλικο κοστούμι, έτοιμος να ξεχυθεί στη νύχτα που μυρίζει γιασεμί -και μπαρούτι.

protothema.gr
google-news-logo

Ακολουθήστε το larisanew.gr στο Google News για να μαθαίνετε πρώτοι όλες τις τελευταίες ειδήσεις.

Τελευταία Νέα

Σχετικά Άρθρα